ψηφίδα

ψηφίδα
[-ις (-ίδος)] η см. ψηφίο[ν] 4

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ψηφίδα" в других словарях:

  • ψηφίδα — η / ψηφίς, ῑδος, ΝΜΑ μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών νεοελλ. (πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας αρχ. 1. (γενικά) κομματάκι… …   Dictionary of Greek

  • ψηφίδα — η μικρή ψήφος, πετραδάκι, ψηφί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψηφῖδα — ψηφίς small pebble fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκολλώ — ( άω) (AM ἐγκολλῶ) τοποθετώ ή προσαρμόζω χρησιμοποιώντας κολλητική ουσία («εγκολλώ ψηφίδα») …   Dictionary of Greek

  • καλολάιγξ — καλολάιγξ, ιγγος, ἡ (Μ) ωραία ψηφίδα, όμορφο πετραδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + λάιγξ, γγος, ἡ «μικρός λίθος»] …   Dictionary of Greek

  • μουσούργημα — το (Μ μουσούργημα) [μουσουργώ] μουσικό έργο, μουσική σύνθεση μσν. κομμάτι μωσαϊκού ψηφίδα …   Dictionary of Greek

  • σκουτουλάτος — ον, Α (για ρούχα) διακοσμημένος σαν ψηφιδωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutulatus < scutula «ρόμβος, ψηφίδα» (πρβλ. σκούτλα)] …   Dictionary of Greek

  • σκούτλα — ἡ, Α 1. ρόμβος 2. ψηφιδωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutula «ρόμβος, ψηφίδα», υποκορ. τού scutra «πίνακας» (πρβλ. σκότουλα)] …   Dictionary of Greek

  • στία — ἡ, Α μικρός λίθος, λιθαράκι, ψηφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *stāi / stī «συμπυκνώνω, στερεώνω, σκληραίνω» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. styāyate «στερεώνομαι, σκληραίνω» και με το επίθ. styāna «στερεωμένος», πιθ. με γοτθ. stains, αρχ …   Dictionary of Greek

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ψηφίδωμα — το, Ν ψηφιδωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + κατάλ. ωμα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»